αμέταλλος

αμέταλλος
-η, -ο
1. αυτός που δεν περιέχει μέταλλο.
2. «αμέταλλα στοιχεία» λέγονται στη χημεία όσα δεν είναι μέταλλα, όπως το οξυγόνο, το άζωτο, το θείο κτλ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”